Λούκιος

Λούκιος
Λούκιος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Λούκιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Λ. ο στρατιώτης. Μαρτύρησε στη φωτιά. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Αυγούστου. 2. Λ. ο βουλευτής. Καταγόταν από την Κυρήνη και μαρτύρησε επί Διοκλητιανού, με αποκεφαλισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 20… …   Dictionary of Greek

  • Δαλματικός, Λούκιος Καικίλιος Μέτελος — (2ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός από την οικογένεια των Καικιλίων. Το 119 π.Χ. έγινε ύπατος και κήρυξε τον πόλεμο κατά των Δαλματών, τους οποίους νίκησε χωρίς αντίσταση. Γι’ αυτό έλαβε τότε το επώνυμο Δ. Το 115 ονομάστηκε κήνσορας και με αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Λακτάντιος, Λούκιος Καικίλιος Φιρμιανός — (Lucius Caecilius Firmianus Lactantius, 3ος 4ος αι. μ.Χ.). Χριστιανός απολογητής, αφρικανικής καταγωγής. Ήταν ρήτορας στη Νικομήδεια και δάσκαλος του Κρίσπου, γιου του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μαθητής του Αρνοβίου, περιγράφει με ιδιαίτερη δριμύτητα …   Dictionary of Greek

  • Σεπτίμιος Σεβήρος, Λούκιος — (Lucius Septimius Severus). Ρωμαίος αυτοκράτορας (Λέπτις Μάγκνα 146 μ.Χ. Υόρκη 211). Συγκλητικός επί Μάρκου Αυρήλιου και διοικητής πολλών επαρχιών, μετά τη δολοφονία του Περτίνακος (193) ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας από τις λεγεώνες. Από μερικούς… …   Dictionary of Greek

  • Σηϊανός, Λούκιος - Αίλιος — Ρωμαίος στρατηγός, γιος του αρχηγού των πραιτωριανών Σήιου Στράβωνα (1ος μ.Χ. αι.). Έπαρχος των πραιτωριανών, δολοφόνησε το διάδοχο του Τιβέριου, Δρούσο, σε συνενόηση με τη σύζυγο του θύματος, η οποία ήταν ερωμένη του και, αφού έπεισε τον Τιβέριο …   Dictionary of Greek

  • Λουκίου — Λούκιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λουκίους — Λούκιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λουκίῳ — Λούκιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λούκιε — Λούκιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λούκιοι — Λούκιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”